- ψαριέρα
- η, Νεπίμηκες μεταλλικό σκεύος με κάλυμμα, για το ψήσιμο ψαριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. ψηστ-ιέρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαριέρα — η μακρουλό σκεύος που χρησιμοποιείται για το ψήσιμο των ψαριών ή για την εναπόθεση ψημένων ψαριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)